24.5.09

απολήγω



Σαν άνθρωπος άλλος
τριγυρίζεις
σε μέρη περπατημένα, ξανά .
Πίσω από τις γρίλιες θέλεις εικόνες – μνήμες να κρυφοκοιτάξεις
αν άντεξαν στον χρόνο να επαληθεύσεις .

Κι εγώ τα βήματα σου θωρώ
-μες στις σκιές του μεσημεριού-
πότε διστακτικά και πότε ανυπόμονα,
μα ποτέ ίδια
κι οι δρόμοι που τριγυρνάς
ίδιοι δεν είναι … κι ας φαίνονται.
Τόσο πολύ ν’ άλλαξαν ;
ή μήπως εκείνο το βλέμμα που κρατούσες παλιά
(το θυμάσαι ;)
αλλιώτικα έβλεπε ;

Λαίμαργη η ματιά αποζητά κάτι γνώριμο να διακρίνει
την μνήμη να επιβεβαιώσει
τα βλέφαρα να αγαλλιάσει.
τίποτα …
δεν ξεπετάγονται δικές εικόνες .

Τούτη η φιγούρα μπροστά στο τραπέζι
που με τα χέρια τα κεφάλι της κρατά, διαβάζοντας
ξένη
και τα μάτια που στον καθρέφτη τις ρυτίδες τους μετρούν
ξένα
κι οι φωνές που κουβεντιάζουν
πρωτάκουστες

κι αυτό το δωμάτιο με τους κίτρινους τοίχους
τις άχαρες κουρτίνες
τα χωρίς λουλούδια βάζα
ξένο

και τα πρόσωπα στις παλιές φωτογραφίες
(μέσα σε φτηνά κάδρα για να στολίζουν άχαρα τα ράφια)
με τις στημένες πόζες
και τα καθιερωμένα χαμόγελα μιας τυπικής ευτυχίας
άγνωστα

Και καθώς τ’ από-ξένο θωρείς
για ένα μόνο λυπάσαι
που στης μνήμης τ’ αποτύπωμα
δεν ανακάλυψες το σχήμα που ταίριαζε
και για ένα χαίρεσαι
που κανένα σχήμα απ’ αυτά που θωρείς δεν ταίριαξε.

Άραγε το δρόμο λάθεψες
ή μήπως γελάστηκες
πιστεύοντας πως οι μνήμες
τ’ αληθινό κάτεχαν ;


Α.Κ.