Δεν το ξέρεις
μα σαν έφτασες
κουβαλώντας μιαν Άνοιξη
οι τοίχοι μου δάκρυσαν
και ποτάμια κύλησαν.
Από ένα παράθυρο
οι γρίλιες διάπλατα άνοιξαν
και έστειλαν το γαλάζιο τ΄ουρανού
να χτενιστεί στον καθρέφτη μου.
Ήρθαν πουλιά και κατοίκισαν
στους φράχτες μου
και το γιασεμί στην γλάστρα
ευδοκίμησε πάλι.
Δεν το ξέρεις
μα τα χέρια μου
δαχτυλίδια φόρεσαν τα δικά σου.
κι ο χρόνος που με ρολόγια ορίζεται
έπαψε να γυρνάει.
Η ασάλευτη νύχτα μου
στο χάραμα άρχισε να μιλάει
κι οι πυγολαμπίδες
το φως τους έσβησαν .
Δεν το ξέρεις
μα χρόνια το -έλα- μου σου 'γραφα
σύνθημα
με κόκκινη μπογιά σε τοίχους
και στις ρύμες μου σημάδια με βότσαλα
άφηνα πίσω
μη με χάσεις,
μην προσπεράσεις.
Δεν το ξέρω
σε πόσες αταξίδευτες θάλασσες
θα μοιραστούν οι ρότες μας
όμως ξέρω
πως υπάρχει μια θάλασσα
που θα μείνει πάντα δική μας.
α.κ.