28.9.13

Ανόθευτα σύνορα




Με δυο φτερά
που ποθούν να εγκαταλείψουν
τον γήινο χλευασμό
αιωρούμαι στον ουρανό σου.
Ανάμεσα σε αέναες αφές ονείρων
αφορίζω τους γερασμένους ίσκιους
των άνυδρων προσόψεων του χτες.

Μιλώ στη βροντή
και στο κύμα για σένα.
Με τη φωνή ενός παιδιού
εξομολογούμαι το ανόθευτο της ψυχής.
Αφανίζω την τέχνη του εγώ
κι αληθινά ξεδιπλώνομαι
σμίγοντας αποστάσεις.

Κι εδώ,
στο πρώτο σύνορο του χρόνου,
στο γέρμα τούτης της μέρας,
πλησμονή χαραυγής ντύθηκα
κι ήρθα
να σ’ ανταμώσω.


α.κ.