8.6.09

κάποιος μου φώναξε Ελπίδα και χαμογέλασα


Βαρέθηκα τα λυπημένα βλέμματα
που κρύβουν μέσα τους βάλτους,
με τα δήθεν οράματα,
τους στόχους
τις αντοχές,
τις ανοχές,
τις κατοχές.
Βαρέθηκα τα θε(ό)ρατα βλέμματα
που σαν δαρμένο σκυλί σε εκλιπαρούν να τα χαϊδέψεις.

Βαρέθηκα την φόλα των δήθεν πονεμένων ανθρώπων,
βαρέθηκα να την καταπίνω και να ψοφάω μαζί τους.
Βαρέθηκα τις πλύσεις μυαλού και στομάχου
πως η ελπίδα είναι παγίδα.

Χαμογελώ
σ’ αυτούς που πιάστηκαν στα δίχτυα της και από ζωή σπαρτάρησαν.

Α.Κ.