Όταν γίνονται απόμερες οι ανάσες των ανθρώπων,
το βημόθυρο ξεκλειδώνει ο πίσω χρόνος.
Ο χρόνος ο χαμένος και ο κερδισμένος αντάμα.
Καλπάζει ανάμεσα σε λάφυρα και πληγές,
σ’ ασέληνους και πανσελήνους ουρανούς,
με τα νύχια χαράζει
όλο και πιο βαθιά
να αφουγκραστεί ...
για ακόμη μια φορά
τους χτύπους
που σαν σεπτοί ήλοι σ’ έθρεψαν.
Εκεί οι λέξεις δεν ηχούν
δεν φτιάχνουν λόγια
σωπαίνουν.
Οι πιο φλύαρες σιωπές ένδον.
A.K.