Δίωξε τις κίτρινες μνήμες μου …
δεν θέλω να θυμάμαι
τίποτα από εκείνο το γαλάζιο που ξεθώριασε
-στις αναβολές των περιστάσεων -
και που χλωμό πρόσωπο χωρίς λαλιά και βλέμμα
απέμεινε να στέκει εντός μου.
Σπάσε τους καθρέφτες
που πίσω από την πλάτη
ορίζουν χρόνους
παλιούς.
Απόκαμα να μετρώ τις αποστάσεις με το χθες
-ήρθε!... και επίγνωση έφερε -
μα τώρα να προσπεράσει πρέπει
τους αυλοκόλακες καταργώντας
για να ευδοκιμήσει περηφάνια πάλι.
Πάρε μακριά των καραβιών τις μνήμες
που μέσα τους
λαθρεπιβάτης ταξίδεψα
θωρώντας από την θάλασσα
τα απόνερά της.
Σφράγισε τα μισάνοιχτα όστρακα,
άλλα παραμύθια
για γοργόνες και καραβοκύρηδες
μην καμώσουν.
Σώπασε τις φωνές
που ξέχασαν πως προφέρεται τ’ όνομα μου
στο μόνο και στην σιγασιά της νύχτας
Κλείσε τους δρόμους
που αθόρυβα περπάτησα
εφησυχασμούς να μην ταράξω
και φόβους επαναπαυμένους μην ξυπνήσω
των ανθρώπων που πίστευαν
πως το λίγο βαστούσαν.
Στάξε μούχρωμα
στην νοσταλγία των μικρών πραγμάτων
που κάτω από φανοστάτες κάθονται
φως να κλέβουν
και θεόρατα να σκιάζουν.
και θεόρατα να σκιάζουν.
Διέλυσε τις πλάνες του νερού
που κάποτε πίστη βάφτιζα.
Ντύσε με ανυποψίαστες αλήθειες
τους τοίχους της κάμαρας μου.
Και …
σκέπασε τον θυμό του χειμώνα
άλλο κρουστάλλιασμα
στην ψυχή μου
μην στείλει.
Έτσι ας γίνει.
α.κ.