4.11.09

Στροφή






Κι όταν θόρυβο έφτιαχνε η αγάπη μου

πάλι απ’ την αρχή
τα σύνορά μας χάραζες,
πιο βαθιά …
μην τα βήματά μου δρασκελίσουν
της γης σου τ’ άβατο.

Πιστή στα όρια
αφύλαχτες πολιτείες έχτισα
όταν από φόβους δραπέτευες
ελεύθερος να τις διαβαίνεις .
Κάμωσα σπίτια
με μεγάλα παράθυρα
το πέρασμά σου να καρτερούν,
μετρώντας τον χρόνο με της πέτρας την αντοχή.

Στις άδειες κάμαρες
που ζούσαν το φευγιό σου
γλυκομπίζελα άφηνα
μην σβήσει η μυρωδιά σου.

Με τ’ όνομά σου
στους τοίχους συνθήματα έγραφα
μη λησμονήσω
πως είναι βουβά να σου μιλώ.
Και τις νυχτιές έταζα στ’ όνειρο
σιμά στα ακροδάχτυλά σου να με φέρει,
μετρώντας τον χρόνο με της ανάσας την αντοχή.

Κι όταν στην άφιξη της ύπαρξής σου ξημέρωνε,
της Κυριακής τα ρούχα φόραγα
και στους σταθμούς της προσμονής σου καρτέραγα
τον καπνό του ερχομού σου νά ‘δω,
μετρώντας τον χρόνο με του νερού την αντοχή.

Σήμερα
ίσως και χτες
ίσως αύριο …
(δεν ξέρω πως μετριέται
πια ο χρόνος με μήνες και μέρες)
την αφύλαχτη πολιτεία μου
πυρπολώ
θειάφι ασθμαίνοντας.
Στις φλόγες
στείρες απ’ ελπίδα αναμονές
καίω.
Λυγμούς φιμώνω
αχός μην ακουστεί.
Εύθρυπτη η αντοχή μου
τα κομμάτια της ένα ένα καταπίνω
καθώς μετρώ το χρόνο με της φωτιάς την απαντοχή.

Επί …
Στρέφω.


α.κ.