17.12.09

φεύγα





Λόγια σειρήνες μ’ έφεραν εδώ,
στο στροβίλισμα των ήχων τους απόκαμα
με νύχτωσαν τα προμηνύματα τους,
σ’ άηλιες αγυιές τώρα τα πατήματα μου χάνονται
ψάχνοντας φυγή να βρουν
πέρα από τα σπίτια που τις αντοχές μου κουρσεύουν.


Μισάνοιχτες θύρες
μόλις σιμώσω σφάλουν.
Στρώνουν τραπέζι μέσα οι άνθρωποι
ζεστό φαϊ να μοιραστούν,
ακούω τις φωνές τους.
Γέρνουν στο κρεβάτι μέσα οι άνθρωποι
μ’ αγγίγματα θάλλουν,
ακούω τις ανάσες τους.


Άθυρμα των σφαλισμένων σπιτιών
τούτου του τόπου μοιάζω
καθώς,
τα βήματά μου
φαύλα
σ’ αδιέξοδες διαδρομές περιφέρονται
αναζητώντας ανάμεσα στης πέτρας τις σιωπές
την έξοδο
 …
δραπετεύω.
α.κ.