.
Στην κοιλάδα Χινόμ κάθε βράδυ
οι αμαρτωλοί καίγονται.
Mε φωτιά ξεπλένουν
τις ψυχές
και τις σάρκες τους.
Από τις στάχτες τους κορμί φτιάχνω,
τις κραυγές τους κάνω φωνή μου,
τ’ αποκαΐδια της αμαρτίας ντύνομαι
. . τις πληγές μου να κρύψω
και επαίτης
στις οδούς των ενάρετων πορεύομαι
έλεος ζητιανεύοντας
για τις αμαρτίες μου
Μα σαν το χέρι απλώσω
εφτά φορές φτύνουν τον κόρφο τους.
Στις φαβέλες της πόλης του Θεού
κάθε λεπτό
μελαγχολία βρέχει.
Στους φιδίσιους λαβύρινθους
άνθρωποι χωρίς μίτο
έξοδο γυρεύουν
μια φέτα ουρανού ν’ αγναντέψουν.
Από την φτώχια τους κορμί φτιάχνω,
τον θυμό τους κάνω φωνή μου,
τα νοτισμένα κουρέλια των δρόμων ντύνομαι
. . την γύμνια μου να κρύψω
και επαίτης
στις οδούς των εύπορων πορεύομαι
έλεος ζητιανεύοντας
για την πείνα μου.
Μα σαν το χέρι απλώσω
εφτά φορές φτύνουν τον κόρφο τους.
Στη Σπιναλόγκα
για χίλια χρόνια τώρα
τα πλάσματα μιας άλλης λογικής εξοστρακίζονται.
Με μοναξιά και απομόνωση
τους εφιάλτες που στοιχειώνουν την εξορία τους παλεύουν.
Από τις παραισθήσεις τους κορμί φτιάχνω,
και τους λυγμούς τους κάνω φωνή μου,
τ’ αποστειρωμένα σεντόνια της εξορίας τους ντύνομαι
. . τους φόβους μου να κρύψω
και επαίτης
στις οδούς των δίκαιων πορεύομαι
έλεος ζητιανεύοντας
για την διαφορετικότητα μου.
Μα σαν το χέρι απλώσω
εφτά φορές φτύνουν τον κόρφο τους.
α.κ.