19.2.13

Παντοχή




Σβήσε άστρο δυσοίωνο
σε σκοτεινούς χρησμούς
δεν επιστρέφω .
Απόστασα σε χώμα πικρό
να ριζώνω,
σ' άδεια να θροΐζω,
σ' ανήλιες ικεσίες να γέρνω,
να απλώνω τις ρίζες μου
χαρμονή ν’ αγγίξω
και νόθες φωνές
τον τόπο μου να συννεφιά ζουν.

Να ξεριζωθώ
να αφεθώ στον Άνεμο,
στην κοσμοβοή,
θνητές διαδρομές
ανάμεσα σε ζωντανούς να βαδίσω,
να αγγίξω τους φράχτες των σπιτιών,
να σκαρφαλώσω σε ψηλά παράθυρα,
κουρτίνες ν’ ανεμίσω,
σ’ άσπρα σεντόνια ν’ ανθίσω,
με γέλια δυνατά
όλους τους πόνους
που στα υπόγεια εκπορνεύονται
να τρομάξω.

Να σύρω την καρέκλα μου
στο μπαλκόνι  
στην αυλή
στο σοκάκι
τα παιδιά που παίζουν να χαζέψω,
να ψιθυρίσω τα παραμύθια τους,
να κρυφακούσω τα μυστικά τους.
Κι όταν στ’ απόβραδο
μούχρωμα στάξει
και μόνη απομείνω
στο μπαλκόνι
στην αυλή
στο σοκάκι
να κλείσω τα μάτια
και να ονειρευτώ τον Άνεμο
κείνη την μικρή στιγμή του κόσμου
που στην πόρτα μου στάθηκε .

Πλησιφαής ορίστηκε
ιθαρός και λαθίπονος
γιατρεύοντας τα κλαδιά μου,
στον ασίγαστο ήχο του
οι γήινες πνοές μου,
στη ρύμη του τα πατήματα μου
ξορκίζουν
χειμώνες
κρυσταλλιασμένους.


α.κ.