6.2.13

Στο φως της αμφιλύκης




Και ναι
πάντα θα βαστώ μια θλίψη
απροσδιόριστη
σαν πράσινη ομίχλη
που θα με επιστρέφει
στο ταξίδι της θάλασσας.

Κάθε βρυχηθμός της
ανασκαλώνει μέσα μου
καταποντισμένους ύφαλους
εκεί στο λίγο που πλάγιασα
και θεούς ονειρεύτηκα.

Κρυώνω έλεγες
και κρύωνα
έλεγες πονάω
και πόναγα
μιλούσες  για την νύχτα
και νύχτωνα
και εκεί
σ’ εκείνες τις νύχτες
ακούμπησα όλους τους πόθους μου
-πάνω στα ξυλιασμένα σου πόδια-
να τρέμουν απ’ το κρύο
στα περιθώρια της ύπαρξης
που βλάσταινε όνειρα
μεγάλωνε ενοχές
και θέριζε τίποτα

Ξέρεις κάτι;
απρόσμενα τώρα
στο εδώ της αμφιλύκης κατοικώ
και
δεν θέλω να ξεχάσω
και
δεν θέλω να θυμάμαι 
μόνο
να προσεύχομαι για το θαύμα
ας χαράξει

α.κ.