14.6.13

Αδόκητο κίτρινο.




Έγιναν πεδιάδες απέραντες οι τόποι της προσμονής μου
κι εγώ που λάτρεψα την θάλασσα
ανάμεσα στα στάχυα βούλιαξα.
Στα κίτρινα λικνίσματα του αγέρα
σαλεύουν οι ανάσες μου
και, καθώς στο θρόισμα των μεστών καρπών ανασαίνω
έρχονται στην μνήμη
απόμερες εποχές.

Άραγε πως λάθεψα έτσι;
κι απρόκλητα αφέθηκα στο ράισμα πάλι.
Στις υπόγειες φωνές των ανθρώπων
κατέβηκα
και εκεί στα θεμέλια
ανάταση απόθεσα.
Μα τώρα τα χέρια μου
άδεια
αβέβαια
αιωρούνται χωρίς
προορισμούς αγγιγμάτων.

Τα στάχυα γέρνουν
κάτω από το βάρος των μεστών καρπών,
προσκυνούν το χώμα.
Στο βάθος ακούω τις φωνές των θεριστάδων
σιμώνουν
το ξέρω!
Κλείνω τα μάτια
κι ονειρεύομαι την θάλασσα.


α.κ.