12.8.13

Πικροδάφνη





Η μέρα στάλαξε μια πίκρα …
και έψαξες ζαχαρόλογα να της πασπαλίσεις.
Όμως που ξέρεις εσύ ζαχαρόλoγα να καμώνεις ;
μόνο αδέξιες φράσεις φτιάνεις,
που καμία πίκρα δεν γλύκαναν μέχρι σήμερα. 

Κι ένας μικρός ήλιος έκλεισε τα παραθυρόφυλλα του και κρύφτηκε,
σκέπασε το πρόσωπο με την κουβέρτα,
ένωσε τα δάχτυλά του
- σαν όπως την προσευχή μας κάνουμε –
τα στρίμωξε κάτω από το μάγουλο
κι αμόλησε την πίκρα στο πρόσωπό να τρέξει,
και εκείνη …
όμοια με θαλασσόνερο
έτρεξε.

Μετά κοίταξες τα χέρια σου
στις παλάμες σου ένα χάδι τρέμει.
Μ’ αυτό σκέφτηκες την πίκρα θα κανακέψεις,
να την ξεγελάσεις λιγάκι.
Όμως την απόσταση καλά δεν λογάριασες,
ανάμεσα στα δάχτυλα και την πίκρα
βήματα χίλια.

Μικρή και λίγη στάθηκες γυναίκα
δεν έθρεψες την πείνα
δεν πότισες την δίψα
δεν μέρωσες την πίκρα.
Το δάκρυ πάντα
θα γυρεύει ένα χέρι να το στεγνώσει.

Μικρή και λίγη στάθηκες γυναίκα
κι η μέρα στάλαξε δυο πίκρες …

α.κ.