14.10.13

Μιας γης τα φώτα




Αιωρήθηκα,
πάνω από τη σιωπηλή γλώσσα των δέντρων,
πάνω από τη βοή των ποταμών,
πάνω από τη μοναξιά του κυκλάμινου,
και πάνω
πολύ πιο πάνω από τις κορφές των βουνών.

Διέσχισα,
θλιμμένα νεφελώματα
αναταράξεις εντός
υποψίες βροχής
ανέμους ξηρούς.

Αντίκρισα
την πόλη με τα φώτα
ριζωμένη στη μέση της κοιλάδας.
Σίμωσα στην πόλη
που δεν έμαθε ποτέ της να συλλαβίζει τη λέξη θάλασσα
κι εκεί,
πέταξα με δύναμη
το τελευταίο μου όστρακο
στη νύχτα της
να σπάσει,
να πέσει
αγάπη.

α.κ.