24.10.13

Επί λόγος - Σαντορίνη





Πρώτα ψηλά κοίταξα.
Στο πλέριο του ουρανού πρωτοσυνάντησα το γαλάζιο.
Μετά γνώρισα τη θάλασσα,
περιπλανήθηκα στην απεραντοσύνη της,
στο βαθύ μπλε της.

Ξοδεύτηκα σε τούτο το δίγραμμο ορίζοντα
καθώς γεννιόταν ένας.
Και εκεί, μέσα στις λεπτές αποχρώσεις του γαλάζιου
μέρωσα,
φουρτούνιασα,
συννέφιασα,
γαλήνεψα,
δάκρυσα,
ταξίδεψα.

Μετά άρχιζα να γνωρίζω τους ανθρώπους,
μακρύ το ταξίδεμα
στη ζωή και στις αντιφάσεις της,
βαθύ,
στο μπλε της ψυχής,
στο γαλάζιο των ονείρων,
στο θαλασσί της ελπίδας,
στις συνοριογραμμές της ζήσης
ακροβατώντας,
στις υπερβάσεις των ορίων
καταδυόμενος.

Πολύ αργότερα,
στην άκρια τούτης της θάλασσας
αποχαιρέτησα τον αιώνα
που μου ’λαχε να γεννηθώ
και εκεί υποδέχτηκα τον νέο
όταν, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα
κοινώνησα τις αισθήσεις μου.

Κι εκεί, στης Οίας τα υπόσκαφα,
ένα πρωινό του Αυγούστου,
ανοίγοντας το πορτόνι,
ζαλίστηκα
από τις ριπές του Ηλιάτορα
και τις αντανακλάσεις
του πιο πάλλευκου λευκού,
του πιο σαγηνευτικού μπλε,
του πιο ελπιδοφόρου γαλάζιου.
Και νάσου στην κόψη της καλντέρας
πρόβαλε μπρος μου μια Κόρη ξανθή,
ντυμένη στα μαύρα
- όχι του πένθους -
τα μαύρα της κατάφασης και της βεβαίωσης.
Εκεί
εννόησα
το χρώμα του Έρωτα,
την Αρχή και το Τέλος,
το ενδιάμεσο,
τη Ζωή.

δ.π. - α.κ.