3.11.13




Nύχτα.
Μόνο νύχτα.
Μάζευε η υγρασία νερό
και στάλαζε παντού.
Άπλωνα τα χέρια να σ’ αγγίξω
κι άγγιζα
νύχτα,
παντού.

Γύρευε το βλέμμα τη σχισμή
που αναβλύζει πόνεση
μα το σκοτάδι συμπαγές,
αδιαπέραστο.
Κι ο χρόνος ακλόνητος
να μην προσπερνά.

Γυρνούν στη μνήμη
λέξεις που φόβους στοιχειώνουν
και σαν τρένα εκτροχιασμένα συγκρούονται.
Με κρότο η νύχτα σπάει
κι οι στέρνες του ουρανού
αδειάζουν.

Φεύγα
προστακτική παντού
ευχή καμιά δεν στέκεται στα μάτια σου
δρόμος άλλος
δεν με προσμένει .

Στρέφομαι  στο χτες
βροχή ανασαίνοντας,
πίσω σε εκείνα τα σιωπηλά σεντόνια
που έμαθαν καλά να τυλίγουν
τις εκφάνσεις μου.

Εκκρίσεις απόρριψης,
βουλιάζω μέσα τους
διψώ για λίγη θάλασσα
πεινώ για λίγο ακόμη
μα βουβή προπορεύομαι
στους συνειρμούς της νύχτας.

Σαν λεπτοδείκτες
λίγο πριν χτυπήσουν δώδεκα
αντηχούν
ξοπίσω μου τα βήματα σου
μα θαύματα άλλα δεν απέμειναν.

Μεσάνυχτα
κι απρόσμενα τα χείλη σου
κάτι από τον ήχο της θάλασσας ψιθυρίζουν
κι η νύχτα γεννά ξανά το πρώτο της άστρο.
Στην άκρη των ματιών σου
φεγγίζει μια απροσδιόριστη αρχή.
Στις άκρες των δαχτύλων μου
τρεμοπαίζει μια άγουρη ελπίδα

Μεσάνυχτα
πες μου πως θα ξανάρθεις
πριν το φεγγάρι αδειάσει.

α.κ.