Και χάραξε.
Πέρασαν χρόνια,
μήνες,
στιγμές
που πρόσμεναν τον όρθρο σου.
Χρόνια που λησμόνησαν τις προσμονές,
χρόνια δίχως χέρια
που ωρίμασαν στην άρνη
και κατοίκησαν στα βράχια.
Και χάραξε.
Και η μέρα ντύθηκε μία ευχή.
Λέξεις ανάβλυσαν
απ’ της χαραυγής σου τα έγκατα
και κοινώνησαν το αίμα της ψυχής μου.
Κι αν οι ώρες μου
αμίλητες στάθηκαν,
η καρδιά σμίχτηκε με τ’ απέραντό σου,
μετάλαβε την ιερότητα των ήχων
που πρόφεραν τ’ όνομά μου
κι έμαθα
- για πρώτη φορά -
πώς είναι γι’ αγάπη να μιλάς.
Κι εδώ
στης στιγμής τ’ απόσταγμα
ικέτης
γονυπετής
μιλώ για το μεγαλείο σου
φωνάζοντας σε όλες τις νύχτες να ακουστεί
πως χάραξε.
α.κ.