28.1.14

Σιωπηλές πλατείες




Τα υπολειπόμενα παραλείπονται
σαν τις ξεχασμένες εφημερίδες
στα αδειανά τραπέζια των καφενείων
δίπλα σε μισοτελειωμένους καφέδες
και σε βραχνιασμένα μεγάφωνα ανακοινώσεων.

Ασπρόμαυρες εικόνες μελλοντικών αναμνήσεων
ξεπετάγονται ανάμεσα από καπνούς
και βιαστικούς ανθρώπους.
Και εγώ σε έναν άδειο σταθμό
κάτω από σβησμένους προβολείς
ακούμπησα την ελπίδα σε ένα ξύλινο παγκάκι
καταπίνοντας άγουρες αλήθειες.

Αμφίδρομες όψεις
σε αδιέξοδους καθρέφτες
σκοντάφτουν πάνω σε χιλιοειπωμένες σιωπές
κι αντανακλούν τον χρόνο που απουσιάζει
μέσα από τις παραφράσεις των στιγμών.

Ποιός ποιεί το σωστό και ποιός το λάθος;
Ποιός αδιόρατος κριτής
ορίζει τη δυσπιστία των δαχτύλων;

Αχείμαστη σιγή στους τόπους της αειφυγίας
δηώνει προσμονή,
με λέξεις που σαρκάζουν
προστάζοντας αντοχή,
απόψε που η αγάπη
αδιαπραγμάτευτη
θέλησε να ειπωθεί.

α.κ.