3.2.14

Ο κόσμος που επιστρέφει




Πάρε με μαζί σου θύμηση παλιά
σύρε με πίσω
στις παιδικές μου πλάνες,
στους χωματόδρομους του καταμεσήμερου,
στις λακκούβες της βροχής,
στις γειτονιές των γιασεμιών.

Ταξίδεψέ με στις άγουρες ανατολές,
στα θαύματα των παραμυθιών,
στα απτόητα όνειρα,
στα ανορθόγραφα χαμόγελα.

Άσε με
να γείρω στην ποδιά της μάνας μου
να αφήσω εκεί τ’ αναφιλητά μου,
στον ώμο του πατέρα μου
τους φόβους να ακουμπήσω
και κάτω από το μαξιλάρι
λέξεις σιωπηλές να κρύψω.

Και εσύ μυστικό μου ακούρσευτο
κράτα το χέρι μου
κι άσε με μαζί μου να σε πάρω.
Με ένα μάτσο παιδικά βήματα
απ’ τις ρωγμές μου
να σε περάσω
στο ξέφαντο της άδολης ζήσης μου.
Μαζί σου
όλες τις ατελεύτητες σιωπές
της κίτρινης πόλης μου
να καταργήσω.

α.κ.