Έκλαψαν οι ιτιές στο φευγιό σου
έλυσαν στον άνεμο την
κόμη τους και θρήνησαν
-όχι για τον χαμό σου-
για τ’ ανεπίστρεπτο του χρόνου.
Κι αν κάποια βράδια ο άνεμος
επέστρεφε
βουίζοντας κάτι απ’ τ’ όνομά σου,
τίποτα εδώ δεν στάθηκε ίδιο.
Τα εξεγερμένα όνειρα
μιας πατρίδας μακρινής
-που ξενιτεύτηκαν ένα βράδυ-
τελμάτωσαν σ’ αδειανά χέρια
όταν οι άνθρωποι με τα πολλά πρόσωπα
έσμιξαν σ’ ένα.
α.κ.