2.4.10

(α) συν δετ(ω)

.


Δρασκελίζω τις λέξεις,
αχός γόος δεν θ' ακουστεί
το επέβαλα

Δίγραμμος ο ορίζοντας
ξεστράτισα
ονειρεύτηκα
πολέμισα
δεν λιποτάκτησα
νικήθηκα... 

Μα κοίτα με
δεν στέρεψα
ζωντανή στέκω ακόμα
κι ας λύγισα

Με μαχαίρια σκουριασμένα
δεν σκοτώνεται η ανοιξη
με στολές παραλαγής
δεν ξεγελιέται η αλήθεια.
Κατάπια όλο το μελάνι σου
ξέσκισα με τα χέρια μου
το πουκάμισο του Νέσσου
και έδειξα όλα τα ψεγάδια μου
στον ηλιο

Μα δες με
μπορω 
κοιτάζω την νύχτα κατάματα
και  προχωρώ ...

 
Λογχεύω με το βλέμμα μου τη γη
απαρνιέμαι την τραχιά αλμύρα
στο ξέφαντο
διανοίγομαι

α.κ.