Αλάργεψε ο χρόνος τα όνειρα.
Χόρτασε η υπομονή από μοιρολόγια.
Κούρσεψαν τα πάθη την παιδικότητα
και με ενήλικες πόθους τη ντύνουν,
σεργιανίζοντας την στα πανηγύρια
στων αγίων τις γιορτές.
Λιγωμένα βλέμματα
με κίτρινα απ΄ την πείνα μάτια
την θωπεύουν.
Ψεύτικα της μιλούν
Χωρίς όρκους της τάζουν.
Νερό
Νερό
φωνάζει στο τέλος της γιορτής,
λαχταρώντας το μελάνι από την σάρκα της να ξεπλύνει.
Μα οι φωνές των βατράχων
τις ικεσίες της σκεπάζουν.
Οι ακροποταμιές τριγμούς γέμισαν.
Τα πηγάδια βάθυναν
και η ηχώ στις στεγνές πέτρες
χωρίς αντίλαλο κομματιάζεται.
Η θάλασσα την άμπωτη ακολούθησε
και δεν άφησε πίσω της ούτε μια στάλα νερό μ’ αλάτι,
στην αλμύρα,
των λόγων τα σημάδια να κάψει.
Η άνυδρη νύχτα
την ικεσία της δεν εκπληρώνει
όμως εκείνη προσμένει …
μέχρι που ένας ξεχασμένος λυγμός
από τα βάθια της δραπέτευσε
κι ανάβλυσε στα μάτια της
νερό.
α.κ.