κι ασώματες ρυτιδιασμένες σκιές προβάλει
έθαψε η νύχτα μέσα του τα χρώματα
κι απ’ όλο το μαύρο της
το γκρίζο πρόβαλε ως δικό μου.
Χωρίς χέρια Θεέ μου ποια θεμέλια να σκάψω ;
Από τα έγκατα μου
αναβλύζει χειμώνας
διάφανος
και καθώς στον τόπο του νερού σιμώνω
γεμίζει το ταβάνι μου με πεινασμένες φωνές γλάρων
τις σάρκες μου τους ταΐζω
και θρηνώ
το χρόνο που λησμόνησε
το χρόνο που λησμόνησε
κείνο το πορτοκαλί
που κάποιο απόβραδο
στο φράχτη της γης σου ανέμισε
λόγια μυστικά
τα βήματα που κοντοστάθηκαν
τα χέρια που το κράτησαν
που κάποιο απόβραδο
στο φράχτη της γης σου ανέμισε
λόγια μυστικά
τα βήματα που κοντοστάθηκαν
τα χέρια που το κράτησαν
το συρτάρι που στα σπλάχνα του ξεχάστηκε.
Πάνω στο γυμνό σου στήθος
σφιχτή η γροθιά σου
τρεις φορές
στο μέρος της καρδίαs χτύπησε
στο μέρος της καρδίαs χτύπησε
και μετά
σκοτείνιασε.
σκοτείνιασε.
Τούτο
σαν στερνή σου εικόνα
σαν στερνή σου εικόνα
φύλαξα
μετά
όλα προδόθηκαν
όλα προδόθηκαν
στην λεηλασία των λέξεων
που χωρίς τύψεις
ξαναειπώθηκαν
σ’ αγγίγματα ξένα.
Στην σάρκα μου η επίγνωση ασελγεί
στις αντιστάσεις των ζοφερών παλμών μου επιβάλεται
στις αντιστάσεις των ζοφερών παλμών μου επιβάλεται
και στην σιγή μου οι ψίθυροι κραυγάζουν
σκόμα και τρωτή
πορεύσου.
α.κ.