χίλια χρόνια και μια στιγμή από το χθες,
σέρνομαι στη λάσπη
γλείφοντας σάρκες άσαρκες
χίλια κομμάτια μ έκανες
και ξέχασα πως είναι να πορεύεσαι ενωμένη.
Στα σκιερά σε πόθους ξένους αφανίζομαι
τους κατοικώ
ανασταίνω σάρκες άσαρκες
καρφώνοντας το κορμί μου
στα χρόνια που σ’ αγάπησα
σ’ αγάπησα
αγάπησα.
Στον Άδη κατέβηκε η Περσεφόνη
κι άξαφνα
χιόνισε
το ποτάμι των θρήνων πάγωσε
τίποτα δεν ρέει
τίποτα δεν κυλά
αποκαθήλωση
χωρίς δάκρυα
με φιλιά σε σάρκες άσαρκες
να μαστιγώνουν τον πόνο
κ’ οι επιδερμίδες χωρίς χειροκρότημα
να φωνάζουν
λίγο ακόμα
ακόμα.
Πώς υπάρχεις;
που υπάρχεις;
τι κράτησε το βλέμμα;
τα δάχτυλα τι;
ποια χείλη πρόφεραν ανήλεη σιγή;
παρωχημένη μνήμη
σ’ απαρνήθηκα
φόρεσα την βροχή
και κατρακύλησα
στα ρείθρα των πεζοδρομίων
σ’ αχάραχτη διαδρομή
μέχρι να
φτάσω
στην θάλασσα
θάλασσα...
α.κ.