2.12.13

Μορφή από χιόνι



Κοιμάσαι;
Τι όνειρα αλήθεια να βλέπεις;
Ή μήπως δεν βλέπεις;
Μήπως εδώ είναι το τέρμα,
μήπως εδώ ζει μονάχα ο ύπνος,
η αργόσυρτη ανάσα χωρίς εικόνες;
Τι βλέπεις, πες μου;
Ξέρεις,
φοβάμαι,
αυτό το κενό το φοβάμαι,
την απουσία,
το τίποτα.
Και βιάζομαι,
θέλω να φύγω,
θέλω να τρέξω.
Με φοβίζεις!
Πάψε να κοιμάσαι!
Έλα,
ξύπνα,
ξύπνα και πάμε να φύγουμε.
Υπάρχουν ακόμα θάλασσες, δεν στέρεψαν,
τις θυμάσαι;
Πες μου,
όταν κλείνεις τα μάτια τις ονειρεύεσαι;
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι
που ντύνουν πολύχρωμα τα όνειρά τους
- αλήθεια σου λέω -
ζωγραφίζουν όμορφα τριαντάφυλλα,
αστέρια, ουρανούς και ακρογιάλια
και μαλώνουν με την αγάπη
γιατί όταν έφτασε δεν ήταν στα μέτρα τους,
το πιστεύεις;
Ναι! Αλήθεια σου λέω.
Ξύπνα!
Μη μου γυρνάς την πλάτη,
κοίτα με,
μίλα μου,
πες μου, τι βάσταξες από τα χρόνια που πέρασαν;
Τι απόμεινε πίσω από το βλέμμα σου;
Σε ποιες μέρες επιστρέφεις όταν κλαις;
Όταν γελάς;
Ξέρεις,
δεν ήθελα να είμαι εδώ,
δεν ήθελα να είμαι εδώ, μαζί σου,
αρχίζω και φοβάμαι τους ανθρώπους με τις άσπρες μπλούζες,
και τους ανθρώπους με τις λευκές καρδιές φοβάμαι,
τα λευκά δωμάτια
και τις λευκές διαδρομές.
Θέλω να φύγω,
θέλω να κοιτάξω τη θάλασσα
πριν χιονίσει
για πάντα.


α.κ.