7.12.13





Πάλι κρύφτηκες
κι άρχισα πάλι να σε ψάχνω
ανάμεσα στα ξερόκλαδα της σιγής
πίσω από τους ίσκιους της μνήμης
στους απόηχους των δρόμων
στις σχισμές της χθεσινής άρνησης.

Πουθενά.

Μα ξέρω καθώς σουρουπώνει θα ‘ρθεις
καρτερικά θα προσμένω
μέσα στ’ απόκοσμο του χρόνου
να ακούσω τα βήματά σου
αποκαμωμένα στα χαλίκια να σέρνονται.
Αργά θα ανοίξεις την αυλόπορτα
θα διασχίσεις τους ίσκιους των δέντρων
στο κατώφλι θα κοντοσταθείς
και την πόρτα εντός σου θα σπρώξεις.

Για ακόμη μια φορά
κείνο το νοτισμένο χαρτόκουτο
στα χέρια σου θα πιάσεις
κι έναν - έναν
τους ξύλινους πολεμιστές σου
-ετοιμοπόλεμους -
μπρος στα πόδια σου θα στήσεις,
μάχες, να κερδίσουν πάλι.
Το καλό που το κακό νικάει
το δίκιο που τ’ άδικο εξοντώνει
η αγάπη που το μίσος αποδυναμώνει
η αλήθεια που το ψέμα σκοτώνει.

Κι όταν όλες τις μάχες σου κερδίσεις
του ξύλινους στρατιώτες σου
στον χάρτινο κόσμο τους θα ξανακλείσεις.
Νικητές και μόνοι.
Και μόνη στο παράθυρο θα σταθείς
ένα σμάρι όνειρα θα χαζέψεις
π’ ανάμεσα στις φυλλωσιές της λεύκας
αποκοιμήθηκαν.

α.κ.