9.12.13

Χωρίς στεριά




Στα πόδια μου βοριάδες καιροί σωριάστηκαν
και κάτι αδέσποτες θύελλες το κατόπι μου πήραν.
Ανεμοσκορπισμένη στροβιλίζομαι
στις αντιφάσεις των λέξεων
που θρόισαν θυμωμένα οι ιτιές στο διάβα μου,
- μα ευσπλαχνικά έστειλε η νύχτα
το πέπλο της να με σκεπάσει
αόρατη να διαβώ
τις πέτρες της λησμονιάς -

Χαλασμένη η πυξίδα των αστεριών
όνειρα καταλύει
με φαύλα βήματα ορίζει τις διαδρομές μου.

Γυρεύω τον ήχο του ποταμού
το δρόμο των νερών παίρνω,
- όχι των δέντρων
όχι της προσμονής -
της ρέουσας φυγής
για ακόμη μια φορά προσδοκώντας
τον δρόμο που οδηγεί στην πεδιάδα σου να ‘βρω.

Και εκεί ανάμεσα στα καρτερικά στάχυα
το τελευταίο μου όστρακο να ακουμπήσω
για να χαρίσει στην αύρα της γλυκαυγής σου
ένα ψίθυρο
από την μικρή θάλασσα εντός μου.

α.κ.