13.7.14

Μνήμη της πρώτης θάλασσας




Κελεύει σιωπή το νερό,
πλήττει η θάλασσα ήχους άφραστους
κι όσα ειπώθηκαν
λέξεις σκισμένες,
μισοφαγωμένες,
προφάσεις οικτρές
τσακίζονται σε βράχια ονειδισμών.

Μικρός ο κόσμος μου,
αδιαχώρητος,
πώς να χωρέσει όψεις φθαρτές;

Στα αποφόρια του χρόνου
προφάσεις συμπόνιας
αθωώνουν το υπέρτατο εντός σου
διασκορπισμένο ανάμεσα
σε κύρια ονόματα.

Συσσωρεύω καταλήξεις.
Οι ώμοι μου ράγισαν
κάτω από το βάρος
μνήμης φθαρτής.

Αποποιούμαι το Είδωλο
φέρνοντας νύχτα στα νερά,
μεταμφιέζομαι αντοχή
και αυτοσχεδιάζω
τις πράξεις μου
με χέρια μουδιασμένα.

Αναπάντητα ερωτηματικά.
Ίσως κάποτε
έλθουν οι εξηγήσεις
μα ήδη είναι αργά.
Βράδιασε.

α.κ.